Σαρακατσάνος

Σαρακατσάνος
ο, θηλ. Σαρακατσάνα και Σαρακατσάνισσα, N
συν. στον πληθ. οι Σαρακατσάνοι και Σαρακατσαναίοι
Έλληνες νομάδες κτηνοτρόφοι με ιδιότυπα στοιχεία συλλογικής ζωής οι οποίοι στο παρελθόν μετακινούνταν σε μια ευρύτερη έκταση τής Βαλκανικής, αλλά μετά το 1923 περιόρισαν τη δημιουργία τών τσελιγκάτων τους στον ελληνικό χώρο, και που μετά από το 1950 εντάχθηκαν στην ευρύτερη ελληνική κοινωνία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. Καρακατσάνος (< τουρκ. Kara-Kacan, πιθ. < Kir-Kacan «αυτός που φεύγει στο δάσος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ζαράγγας, Πάνος — Αγωνιστής του 1821, από τον Καρβασαρά (Αμφιλοχία). Ήταν Σαρακατσάνος αρχιτσέλιγκας. Διέθεσε όλα τα αιγοπρόβατά του για την τροφή των αγωνιστών του Μεσολογγίου. Επικεφαλής πολεμικού σώματος που αποτελούσαν οι συγγενείς και γνωστοί του, έλαβε μέρος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”