- Σαρακατσάνος
- ο, θηλ. Σαρακατσάνα και Σαρακατσάνισσα, Nσυν. στον πληθ. οι Σαρακατσάνοι και ΣαρακατσαναίοιΈλληνες νομάδες κτηνοτρόφοι με ιδιότυπα στοιχεία συλλογικής ζωής οι οποίοι στο παρελθόν μετακινούνταν σε μια ευρύτερη έκταση τής Βαλκανικής, αλλά μετά το 1923 περιόρισαν τη δημιουργία τών τσελιγκάτων τους στον ελληνικό χώρο, και που μετά από το 1950 εντάχθηκαν στην ευρύτερη ελληνική κοινωνία.[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. Καρακατσάνος (< τουρκ. Kara-Kacan, πιθ. < Kir-Kacan «αυτός που φεύγει στο δάσος»].
Dictionary of Greek. 2013.